- ένειμι
- ἔνειμι (Α)1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.)2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.)3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.)4. απρόσ. ἔνεστιείναι δυνατό (α. «ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῑς», Σοφ.β. «οὐ γὰρ δὴ τοῡτο γ' ἔνεστιν εἰπεῑν», Δημοσθ.)5. (απρόσ. με δοτ. προσ. και απρμφ.) εξαρτάται από κάποιον, είναι στο χέρι κάποιου («ὅμως δ' ἔνεστι, τοῑσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῑν τὸν εὖ πράσσοντα», Σοφ.)6. φρ. «χρόνος ἐνέσται» — θα χρειαστεί καιρός7. (μτχ.) απόλ. ἐνόνδυνατόν («ἐνόν αὐτοῑς σῷζεσθαι», Ηρωδιανός)8. (μτχ. με άρθρο) τὸ ἐνόνα) κάθε τι δυνατό («πᾱν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων», Θουκ.)β) στον πληθ. τὰ ἐνόνταφορτίο ή προμήθειες πλοίουγ) ἐκ τῶν ἐνόντων (αρχ.-μσν.-νεοελλ.)με όσα μέσα υπάρχουν στη διάθεση μας, πρόχειρα.
Dictionary of Greek. 2013.